μετοικία

μετοικία
μετοικία, ἡ (ΑΜ) [μετοικώ]
1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση
2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος
νεοελλ.
η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών μεταναστών, σε σχέση με τη χώρα προορισμού τους, σε αντιδιαστολή με την αποδημία, που αναφέρεται ως προς τη χώρα προέλευσής τους
μσν.
συνεκδ. τόπος εγκατάστασης μετοίκων
αρχ.
1. η κατάσταση και τα δικαιώματα τού μετοίκου
2. εξορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετοικία — μετοικίᾱ , μετοικία change of abode fem nom/voc/acc dual μετοικίᾱ , μετοικία change of abode fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικίᾳ — μετοικίαι , μετοικία change of abode fem nom/voc pl μετοικίᾱͅ , μετοικία change of abode fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκια — μετοίκιον tax paid by the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικίας — μετοικίᾱς , μετοικία change of abode fem acc pl μετοικίᾱς , μετοικία change of abode fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικίαν — μετοικίᾱν , μετοικία change of abode fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικιῶν — μετοικία change of abode fem gen pl μετοικίζω lead settlers to another abode fut part act masc nom sg (attic epic doric) μετοικίζω lead settlers to another abode fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικίαις — μετοικία change of abode fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • METOCHIUM — ex Graeco Μετοικία, apud Ughellum Tom. 3. p. 493. Cupientes Monasteria et Metochia relevari destructa et relevata illaesa servari; hodiernis Graecis Metoki: cella est Monastica, a Monasterio aliquo prin cipali dependens. Vide Pachymerem l. 4. c.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μετοικήσει — μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετοικήσεϊ , μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem dat sg (epic) μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem dat sg (attic ionic) μετοικέω change one s abode aor subj act 3rd sg (epic) μετοικέω change one s… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκιον — μετοίκιον, τὸ (ΑΜ) [μέτοικος] μσν. εγκατάσταση στο εξωτερικό, αποικισμός αρχ. 1. ετήσιος φόρος δώδεκα δραχμών που καταβαλλόταν από τους μετοίκους οι οποίοι κατοικούσαν στην Αθήνα 2. φόρος τον οποίο πλήρωναν οι απελεύθεροι 3. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”